- ἑπτατάλαντος
- ἑπτα-τάλαντος [pron. full] [τᾰλ], ον,A weighing seven talents,
λίθος Them.Or.23.284b
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λίθος Them.Or.23.284b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επτατάλαντος — ἑπτατάλαντος, ον (Α) βάρους επτά ταλάντων … Dictionary of Greek
ἑπτατάλαντον — ἑπτατάλαντος weighing seven talents masc/fem acc sg ἑπτατάλαντος weighing seven talents neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επτά — και εφτά (AM ἑπτά) (απόλ. αριθμ.) 1. ο αριθμός που αποτελείται από έξι συν μία μονάδες, ο μεταξύ τού έξι και τού οκτώ 2. χρησιμοποιείται για να δηλώσει απροσδιόριστο πλήθος, αμέτρητες φορές (α. «στό είπα εφτά φορές» β. «ὁ γὰρ ἑπτά ἀριθμός παρὰ τῇ … Dictionary of Greek